σημειωτόν

σημειωτόν
σημειωτός
signified
masc acc sg
σημειωτός
signified
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σημειωτός — ή, ό(ν) / σημειωτός, ή, όν, ΝΑ [σημειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση 2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν» μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”